ἀστρολάβον

ἀστρολάβον
ἀστρολάβος
armillary sphere
masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Астролябия — Персидская астролябия XVIII века Астролябия (греч …   Википедия

  • αστρολάβος — ο (Α ἀστρολάβος, ο και λάβον, το, Μ λάβιον, το) όργανο για την παρατήρηση των άστρων και τον προσδιορισμό της θέσης τους πάνω από τον ορίζοντα αρχ. ως επίθ. «ἀστρολάβον ὄργανον» ο αστρολάβος. [ΕΤΥΜΟΛ. < άστρον + λαβος < (θ.) λαβ , έλαβον,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”